- μάκελλος
- μάκελλος και μάκελος, ὁ (Α)το μάκελλον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάκελλον, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάκελλος — enclosure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλους — μάκελλος enclosure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… … Dictionary of Greek
μακελλικός — μακελλικός, ή, όν (AM) [μάκελλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρεοπωλείο ή στον κρεοπώλη, κρεοπωλικός … Dictionary of Greek
φιλομάκελλος — ον, Μ 1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει 2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάκελλος (< μάκελλα)] … Dictionary of Greek
μακέλλοις — μάκελλον enclosure neut dat pl μάκελλος enclosure masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλου — μάκελλον enclosure neut gen sg μάκελλος enclosure masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλων — μάκελλον enclosure neut gen pl μάκελλος enclosure masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακέλλῳ — μάκελλον enclosure neut dat sg μάκελλος enclosure masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)